- ολόθεν
- επίρρ. από όλα τα μέρη, από παντού.[ΕΤΥΜΟΛ. < όλος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. δεξιό-θεν, ουρανό-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος … Dictionary of Greek